- ἀπωχυρωμένος
- ἀποχυρόωfortifyperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποχυρώ — ἀποχυρῶ ( όω) (Α) 1. οχυρώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ἀπωχυρωμένος αδέκαστος, αδιάφθορος … Dictionary of Greek